- κανίδιον
- κανίδιονlittle basketneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κανίδιον — κανίδιον, τὸ (Α) πάπ. 1. μικρό καλάθι, κάνιστρο 2. δοχείο που χρησιμοποιούσαν και ως μέτρο χωρητικότητας στην Αίγυπτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάνεον + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. καπρ ίδιον, χοιρ ίδιον)] … Dictionary of Greek
κανιδίου — κανίδιον little basket neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κανιδίῳ — κανίδιον little basket neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)